- ὀποβαλσάμινος
- ὀπο-βαλσάμινος [pron. full] [σᾰ], η, ον,A of the balsam-tree,
ξύλα κυπαρίσσινα ἢ ὀ. PMag.Leid.W.9.21
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ξύλα κυπαρίσσινα ἢ ὀ. PMag.Leid.W.9.21
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
οποβαλσάμινος — ὁποβαλσάμινος, η, ον (Α) [οποβάλσαμον] αυτός που έχει κατασκευαστεί από οποβάλσαμο ή αυτός που είναι σχετικός με το οποβάλσαμο («ξύλα κυπαρίσσινα ἤ ὀποβαλσάμινα») … Dictionary of Greek
ὀποβαλσάμινα — ὀποβαλσάμινος of the balsam tree neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)